- γλυκόθωρος
- η , ο1) см. γλυκοθώρητος; 2) вызывающий нежный, ласковый взгляд (о человеке); 3) вызывающий приятные воспоминания (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκόθωρος — η, ο [γλυκοθωρώ] 1. ο γλυκοθώρητος* 2. ο γλυκοθύμητος … Dictionary of Greek
γλυκόθωρος — η, ο ο γλυκοθώρητος: Γλυκόθωρη πατρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)